- εύπιστος
- -η, -ο (Α εὔπιστος, -ον)1. αυτός που πιστεύει εύκολα σε κάτι, ο ευκολόπιστος2. συνεκδ. αφελής, απλοϊκός, άκριτοςαρχ.1. άξιος εμπιστοσύνης, αξιόπιστος2. (για λόγους, γεγονότα, φήμες κ.λπ.) ευκολοπίστευτος, εύκολα πιστευόμενος2. αυτός που υπακούει πρόθυμα, ο ευπειθής.επίρρ...ευπίστως και εύπιστα (Α εὐπίστως)με εύπιστο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πιστός].
Dictionary of Greek. 2013.